πατρώιος

πατρώιος
(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ία): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)
1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) O. 2.35 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: -ωαν codd.) O. 7.75 ἀέθλων πατρωίων (byz.: -ώων codd.) P. 4.220

πατρῴας ἀπὸ γᾶς P. 4.290

πατρωίαν πόλιν (byz.: -ώαν codd.) P. 5.53

πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45

βουσὶν πατρῴαις P. 9.23

ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) P. 10.72

Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14

ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48

[πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) N. 9.14] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: -ῴῳ codd.) N. 10.66

τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35

μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates I. 2.44 πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα. . 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα. . 1.] πατ]ρῴαν Ἑκαερ[γ (supp. Snell: ]ρωιαν Π̆{S}: ]ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ[ Θρ. 4. 12.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πατρώιος — πατρώϊος , πατρώιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρώιος — ον, και η, ον, Α βλ. πατρῷος …   Dictionary of Greek

  • πατρῶιος — πατρῷος , πατρῷος of masc nom sg πατρῷος , πατρῷος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρώι' — πατρώϊα , πατρώιος neut nom/voc/acc pl πατρώϊε , πατρώιος masc voc sg πατρώϊαι , πατρώιος fem nom/voc pl πατρῴ̱ᾱͅ , πατρῷος of fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρώος — α, ο / πατρῷος, α, ον και πατρώιος, και επικ. και ιων. τ. πατρώιος, η, ον, και πατρόιος, και βοιωτ. τ. πατροῑος και πατρούεος, ον, ΝΜΑ ο προερχόμενος από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, κληρονομικός («πατρῴα δόξα», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • πατρωίας — πατρωΐᾱς , πατρώιος fem acc pl πατρωΐᾱς , πατρώιος fem gen sg (attic doric aeolic) πατρωΐᾱς , πατρῷος of fem acc pl (ionic) πατρωΐᾱς , πατρῷος of fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρωίων — πατρωΐων , πατρώιος fem gen pl πατρωΐων , πατρώιος masc/neut gen pl πατρωΐων , πατρῷος of fem gen pl (ionic) πατρωΐων , πατρῷος of masc/neut gen pl (ionic) πατρωΐων , πατρῷος of masc/fem/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρῳ/ων — πατρωΐων , πατρώιος fem gen pl πατρωΐων , πατρώιος masc/neut gen pl πατρωΐων , πατρῷος of fem gen pl (ionic) πατρωΐων , πατρῷος of masc/neut gen pl (ionic) πατρωΐων , πατρῷος of masc/fem/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρώιον — πατρώϊον , πατρώιος masc acc sg πατρώϊον , πατρώιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρούεος — α, ον, Α (επιγρ. Θεσσ.) βλ. πατρώιος, πατρῷος …   Dictionary of Greek

  • προσγραφή — ἡ, ΜΑ [προσγράφω] η αναγραφή τού ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί τής υπογεγραμμένης, όπως λ.χ. πατρώϊος αντί πατρῷος αρχ. προσθήκη σε επιγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”